πολυχίτων

πολυχίτων
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ.
β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. μονο-χίτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυχίτων — having many coats masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχίτωνα — πολυχίτων having many coats masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχίτωνι — πολυχίτων having many coats masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”